ἐξερευνήσεις

ἐξερευνήσεις
ἐξερεύνησις
inquiry
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐξερεύνησις
inquiry
fem nom/acc pl (attic)
ἐξερευνάω
search out
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
ἐξερευνάω
search out
fut ind act 2nd sg (attic ionic)
ἐξερευνάω
search out
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
ἐξερευνάω
search out
fut ind act 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοπατάτα — Φυτό με την επιστημονική ονομασία ιπομοία (ipomoea).Ανήκει στην οικογένεια των κομβολβουλιδών. Το φυτό αυτό είναι πιθανόν αμερικανικής καταγωγής και καλλιεργείται σε πολλές θερμές περιοχές για τους χονδρούς, μακρόστενους και εδώδιμους κονδύλους… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Βανκούβερ, Τζορτζ — (George Vancouver, 1757 1798). Ονομαστός Άγγλος θαλασσοπόρος. Αξιωματικός του βρετανικού ναυτικού, πήρε μέρος στις εξερευνήσεις του Τζέιμς Κουκ, γεγονός στο οποίο και οφείλει κυρίως τη φήμη του. Ο Β. υπηρέτησε για πολλά χρόνια στις Δυτικές Ινδίες …   Dictionary of Greek

  • Καμπότο ή Κάμποτ — (Caboto ή Cabot). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών θαλασσοπόρων. 1. Τζοβάνι (Giovanni, 1450; – 1498). Γεννήθηκε πιθανότατα στη Γένοβα, αλλά πολιτογραφήθηκε στη Βενετία (μεταξύ 1471 και 1473) όπου και εργάστηκε ως έμπορος μπαχαρικών. Το 1490 μετέβη στη… …   Dictionary of Greek

  • Κουστό, Ζακ Ιβ — (Jacques Yves Cousteau, Σεν Αντρέ ντε Σιμπζάκ, Ζιρόντ 1910 – Παρίσι 1997). Γάλλος εξερευνητής. Άρχισε να ασχολείται με τις υποβρύχιες εξερευνήσεις από το 1936, όταν υπηρετούσε στο πολεμικό ναυτικό. Συνεργάστηκε στη σχεδίαση αυτοδύναμου σκάφανδρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”